Πένθος και διαχείριση

Και μόνο το άκουσμα της λέξης πένθος προκαλεί άγχος, φόβο και στεναχώρια. Το πένθος συνδέεται με το θάνατο και την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ενώ μερικές φορές κι ένας επώδυνος χωρισμός μπορεί να θεωρηθεί πένθος, μιας κι έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά μαζί του.

Η απώλεια συμβολίζει το τέλος μιας γνωστής κατάστασης, το πέρασμα σε κάτι άλλο άγνωστο που φοβίζει. Κανείς δεν το εύχεται για τον ίδιο και για κανέναν άλλον άνθρωπο, ειδικότερα με κάποιον με τον οποίο είναι δεμένος συγγενικά και συναισθηματικά. Η αίσθηση που δημιουργείται στον άνθρωπο με την απώλεια ενός αγαπημένου του προσώπου είναι ένας ψυχικός πόνος που πληγώνει βαθιά τον άνθρωπο και ταρακουνάει τη ζωή του όσο φυσιολογικός και δυνατός και να είναι.

Υπάρχουν οι φυσιολογικές απώλειες, υπάρχουν οι αναπάντεχες, υπάρχουν όμως και εκείνες που έχουν να κάνουν με ανθρώπους που χάνουμε από τη ζωή μας, επειδή επέρχεται ένας χωρισμός. Το συναίσθημα όμως σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει το ίδιο, το πένθος. Οι περισσότεροι άνθρωποι το ξεπερνάνε, με τον χρόνο να είναι σύμμαχός τους, αλλά όχι με εύκολο τρόπο. Άλλοι θέλουν να το καλύψουν αμέσως και να προχωρήσουν, χωρίς να δώσουν έμφαση στα συναισθήματά τους. Άλλοι προσπαθούν να το κουκουλώσουν κάνοντας σαν να μη συμβαίνει και κάποιοι άλλοι δεν το ξεπερνάνε ποτέ.

Το πένθος είναι φυσιολογικό και συχνά αποτελεί μια απόκριση στην επώδυνη απώλεια. Είναι μια στιγμή έντονων συναισθημάτων. Αυτός που το βιώνει αισθάνεται στην αρχή τον κόσμο του κυριολεκτικά να γκρεμίζεται. Νιώθει πως δε θα ξανά γελάσει ποτέ, δε θα νιώσει ποτέ ξανά ευτυχισμένος, ενώ σκέφτεται πως το συναίσθημα αυτό θα τον συντροφεύει πάντοτε. Με το πέρασμα του χρόνου τα συναισθήματα γίνονται λιγότερο έντονα και ο πόνος δίνει τη θέση του στην αποδοχή και τη συνειδητοποίηση. Ο κάθε άνθρωπος εννοείται έχει το δικό του χρονοδιάγραμμα και οι αντιδράσεις ποικίλλουν και διαφέρουν.

Κάποιοι από τους παράγοντες που επηρεάζουν το βαθμό οδύνης σε σχέση με το πένθος, είναι οι εξής˸

Η ένταση του πένθους συνδέεται άμεσα με το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου, καθώς και με τις προσωπικές εμπειρίες απώλειας που έχει βιώσει στο παρελθόν. Συγχρόνως, βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με την ύπαρξη ή όχι στήριξης από το στενό του –φιλικό ή οικογενειακό- περιβάλλον, αλλά και με το είδος και τις συνθήκες του θανάτου.

Καθοριστικό ρόλο στη βίωση της απώλειας διαδραματίζει ο βαθμός ετοιμότητας του ατόμου για το μοιραίο γεγονός. Το ψυχολογικό κόστος παραμένει το ίδιο σε οποιαδήποτε περίπτωση, ωστόσο, το απρόσμενο του γεγονότος μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη διάρκεια και τη συνολική διαδικασία του πένθους. Ένα τροχαίο δυστύχημα για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάσει την ψυχοσύνθεση και την οπτική ενός ατόμου, ακόμη και για όλη του τη ζωή.

Όταν η απώλεια είναι αναμενόμενη, ως αποτέλεσμα κάποιου χρόνιου – ανίατου νοσήματος, υπάρχει το πλεονέκτημα του χρόνου προσαρμογής και εξοικείωσης ως ένα βαθμό, με την ιδέα του θανάτου. Ουσιαστικά η διαδικασία του πένθους ξεκινά από τη στιγμή της διάγνωσης, της μη αναστρέψιμης κατάστασης.

Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι η ηλικία του θανόντος. Ο θάνατος που προέρχεται από φυσιολογικά αίτια, πχ γηρατειά, γίνεται ευκολότερα αποδεκτός από το θάνατο ενός μικρού παιδιού ή ενός νέου ανθρώπου, που επιτείνει το αίσθημα της αδικίας και του ανεκπλήρωτου.

Σε κάθε περίπτωση, όλα στη ζωή έχουν αρχή, μέση και τέλος. Όπως και η ίδια η ζωή. Σαφώς μια απώλεια είναι δύσκολο να ξεπεραστεί ή δεν ξεπερνιέται ποτέ. Με το πέρας όμως ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος, αν το άτομο δείχνει συμπτώματα εμμονής με το γεγονός και δυσκολεύεται να προχωρήσει ή ακόμη παρουσιάζει ψυχοσωματικά προβλήματα, καλό θα ήταν να λάβει τη βοήθεια ενός εδικού.

Leave a Comment