Η διαχείριση των συγκρούσεων και η επίτευξη αποτελεσματικότερης επικοινωνίας με τα παιδιά, προβληματίζει και απασχολεί τους περισσότερους γονείς παιδιών, διαφορετικών ηλικιακών κατηγοριών. Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να διαχειριστούν «κρίσεις» που παρουσιάζουν τα παιδιά τους, αλλά και να γεφυρώσουν ενδεχόμενες ρήξεις που δημιουργούνται στη μεταξύ τους σχέση, ώστε να διατηρήσουν μια καλή, ουσιαστική επαφή. Δεν είναι σπάνιο οι γονείς να αντιδρούν με φόβο, άγχος, απογοήτευση ή υπερβολική αυστηρότητα όταν έχουν να αντιμετωπίσουν κάποια «δύσκολη» συμπεριφορά του παιδιού (πχ. επιθετικότητα) ή κάποια σύγκρουση μαζί του. Δυστυχώς, αυτό συνήθως οδηγεί σε καβγάδες, κλιμάκωση της σύγκρουσης ή συναισθηματική απομάκρυνση.
Ευρήματα νευροεπιστημών δείχνουν, ότι οι γονείς μπορούν να επηρεάσουν τη νευροχημεία του εγκεφάλου του παιδιού, με το να διευκολύνουν τη δημιουργία συνάψεων στον ανώτερο εγκέφαλο (μετωπιαίο λοβό- νεοφλοιό) που είναι υπεύθυνος μεταξύ άλλων για τη σκέψη, τη μάθηση, την αντίληψη, την επίλυση προβλημάτων, την αυτο-επίγνωση. Όσο μικρότερο είναι ένα παιδί, τόσο μικρότερη είναι η ικανότητά του να αυτο-ρυθμίζει τα συναισθήματά του, εξαιτίας της ανωριμότητας των ανώτερων δομών του εγκέφαλου του. Έτσι, αυτό που συχνά παρουσιάζεται σαν κρίση οργής, ανεξέλεγκτο ξέσπασμα ή «άτακτη» συμπεριφορά, απλώς αντανακλά την ενεργοποίηση των κατώτερων, πιο παλιών δομών του εγκεφάλου του μικρού παιδιού, που το καθιστά ανήμπορο να ελέγξει τις παρορμήσεις του. Όταν ένα παιδί κατακλύζεται από πολύ έντονα συναισθήματα (όπως θυμός, φόβος, λύπη) και παραμένει αβοήθητο/απαρηγόρητο, τότε ενεργοποιείται ένα σύστημα συναγερμού και εκκρίνει ορμόνες του στρες (κορτιζόλη, επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη) για να ανταπεξέλθει στην αντιλαμβανόμενη «απειλή».
Η γνώση αυτή είναι πολύτιμη και απαραίτητη στο να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον εγκέφαλο των παιδιών, πώς αυτό επηρεάζει τις συναισθηματικές αντιδράσεις και συμπεριφορές τους και ως εκ τούτου μας διευκολύνει να αντιδράσουμε με τρόπο βοηθητικό και εποικοδομητικό.
Από τη βρεφική μέχρι την προσχολική ηλικία, η ρύθμιση του στρες και των έντονων συναισθημάτων μπορεί να γίνει μόνο μέσα από το περιβάλλον, τους φροντιστές δηλαδή των παιδιών. Σε αυτή την ηλικιακή φάση, οι γονείς χρειάζεται:
-Να αναγνωρίζουν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών.
-Να αποδέχονται και να επιτρέπουν τα συναισθήματα των παιδιών, όποια και να είναι.
-Να τα ηρεμούν και να τα παρηγορούν όταν αισθάνονται δυσφορία/ αναστάτωση μέσα από το χάδι, την αγκαλιά, τα λόγια και κυρίως με το να παραμένουν οι ίδιοι ψύχραιμοι.
-Να βάζουν σε λέξεις αυτό που πιστεύουν ότι νιώθει το παιδί, έτσι ώστε να το διευκολύνουν να αναπτύξει λέξεις για την εμπειρία του, να βάλει σε αφήγηση το βίωμά του.
-Να αποφεύγουν μεθόδους, όπως να αφήνουν το παιδί να κλαίει μόνο του σε ένα δωμάτιο, δεδομένου ότι αυτό αυξάνει ακόμα περισσότερο τα επίπεδα του στρες και εμποδίζει τη δημιουργία νέων συνάψεων στον εγκέφαλο.
-Να είναι υπομονετικοί και να βρίσκουν τρόπους να διαχειρίζονται τα δικά τους έντονα συναισθήματα όταν συμβαίνει μια κρίση, δεδομένου ότι μπορεί να είναι πολύ δύσκολη και εξουθενωτική ψυχικά.
Παιδιά σχολικής ηλικίας μπορούν να ρυθμίσουν τη συναισθηματική τους λειτουργία με έναν πιο ώριμο (βιολογικά) τρόπο. Ωστόσο, η στάση των γονέων είναι καθοριστική τόσο στη γεφύρωση των ρήξεων, όσο και στην ανάπτυξη της ικανότητας του παιδιού, να διαχειρίζεται συναισθήματα και να επιλύει συγκρούσεις.
Οι γονείς χρειάζεται:
-Να σκέφτονται μαζί με τα παιδιά αφού έχει περάσει η κρίση, τι συνέβη, τι ένιωσαν και οι δυο πλευρές και τι μπορούν να κάνουν σε ανάλογη περίπτωση στο μέλλον.
-Να μιλούν ανοιχτά για τα δικά τους συναισθήματα και να ενθαρρύνουν τα παιδιά να εξωτερικεύουν σκέψεις και συναισθήματα.
-Να θέτουν σαφή όρια με συνεπή και σταθερό τρόπο, ώστε να είναι ξεκάθαρο και προβλέψιμο ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και ποιες όχι και για ποιο λόγο.
– Όταν οι γονείς είναι αναστατωμένοι οι ίδιοι, χρειάζεται καταρχάς να αποστασιοποιηθούν, να παρατηρήσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους και να κάνουν έναν εσωτερικό διάλογο, ώστε να κατανοήσουν την προέλευση της δικής τους έντασης που ενδεχομένως να σχετίζεται με παλιές εμπειρίες τους και όχι τόσο με την κατάσταση στο εδώ και τώρα. Αυτό θα τους επιτρέψει να δώσουν την αμέριστη προσοχή τους στο παιδί και να ακούσουν προσεκτικά αυτά που τους λέει ή τους επικοινωνεί. Είναι σημαντικό να συμμεριστούν, να συναισθανθούν και να κατανοήσουν τα συναισθήματα του παιδιού και στη συνέχεια να το ενθαρρύνουν να αναζητήσει λύσεις/ διεξόδους μόνο του ή με τη δική τους συνδρομή.
Στη φάση της εφηβείας, οι συγκρούσεις και οι ρήξεις είναι ακόμα πιο αναμενόμενες και συχνά έχουν μεγάλη ένταση. Η εφηβεία, εξαιτίας των συναισθηματικών αλλά των ορμονικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα, είναι μια περίοδος παλινδρόμησης σε ότι αφορά στη ρύθμιση του συναισθήματος και ως εκ τούτου αυξάνονται οι εκρήξεις και οι τσακωμοί με τους γονείς. Οι αναπόφευκτες συγκρούσεις στη φάση της εφηβείας προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες να ενδυναμωθεί η σχέση γονιού-εφήβου, να αναπτυχθεί η ικανότητα του έφηβου να διαχειρίζεται συναισθήματα και να διαπραγματεύεται, καθώς και να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στην εξάρτηση και την αυτονομία.
Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, είναι απαραίτητο οι γονείς:
-Να είναι ανοιχτοί σε διάλογο, ευέλικτοι και συναισθηματικά κοντά στον έφηβο με τρόπο τέτοιο που να σέβονται και να προωθούν την αυτονομία του
-Να εστιάζουν στην επίλυση των συγκρούσεων, αντιμετωπίζοντας τις συναισθηματικές αντιδράσεις του εφήβου με ενσυναίσθηση και κατανόηση. Ωστόσο, είναι σημαντικό να βάζουν ξεκάθαρα όρια που θα προσδώσουν μια αίσθηση ασφάλειας και συγκρότησης, χωρίς αυτό να γίνεται με τρόπο επιβλητικό, απαγορευτικό ή απαξιωτικό.
-Να παρέχουν τη δυνατότητα στον έφηβο να πάρει τις δικές του αποφάσεις στο βαθμό που αυτό είναι κατάλληλο και ασφαλές, ώστε να διευκολύνουν το χτίσιμο της προσωπικής του ταυτότητας.