Σχολικός εκφοβισμός: η περίπτωση του θύτη

Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (bullying), είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε πολλές χώρες του κόσμου, με τα ποσοστά να έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος ορισμός για τον σχολικό εκφοβισμό, ωστόσο, συνοπτικά, πρόκειται για ένα φαινόμενο νεανικής παραβατικότητας, που περιλαμβάνει τη χρήση βίας, με στόχο να προκληθεί πόνος ή ψυχική αναστάτωση. Το φαινόμενο της εκφοβιστικής συμπεριφοράς έχει διάφορες μορφές. Σύμφωνα με τους Rivers and Smith (1994), υπάρχει ο άμεσος σωματικός, λεκτικός εκφοβισμός, ο οποίος μπορεί να πάρει και τη μορφή της σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά και o έμμεσος. Το Mental Health forall (2014) κάνει λόγο για το συναισθηματικό και το διαδικτυακό εκφοβισμό. Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά των θυτών και να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο προβαίνουν σε αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα παιδί στην υιοθέτηση βίαιων συμπεριφορών. Η εκδήλωση εκφοβιστικών συμπεριφορών είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα εμπειριών και ερεθισμάτων, στα οποία έχει εκτεθεί ένα παιδί κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής του πορείας. Τα παιδιά που εκφοβίζουν μπορεί να ήταν ή να είναι αποδέκτες βίαιων συμπεριφορών από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Σε οικογένειες που ασκείται ενδοοικογενειακή βία ή επικρατούν αντιλήψεις για «το δίκαιο του ισχυρότερου» ή «τη χρήση βίας ως μορφή λύσης στα προβλήματα», υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υιοθετήσουν τα παιδιά αντίστοιχες συμπεριφορές, καθώς πιστεύουν ότι μόνο έτσι θα μπορέσουν να υπερισχύσουν στους άλλους και ότι η χρήση βίας είναι κάτι φυσιολογικό, που χρησιμοποιείται παντού.

Σε κάποιες περιπτώσεις, τα παιδιά που γίνονται θύτες στο σχολείο, είναι  κατά βάθος αδύναμα και φοβισμένα και είναι και τα  ίδια αποδέκτες βίαιων συμπεριφορών στο σπίτι τους ή  είχαν εκφοβηθεί από συνομήλικους τους στο παρελθόν. Με το να μειώνουν και να τρομοκρατούν άλλα παιδιά, οι θύτες αισθάνονται ότι ανακτούν τις δυνάμεις τους, ότι έχουν τον έλεγχο των καταστάσεων. Επίσης, όταν ένα παιδί αισθάνεται παραμελημένο και αόρατο τόσο από το σπίτι του όσο και από το σχολείο του, τότε θα προβεί στη χρήση επιθετικής συμπεριφοράς για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Οι μαθητές που εκφοβίζουν αισθάνονται πολλές φορές δυστυχισμένοι και προσπαθούν να μεταφέρουν το έλλειμμα χαράς που νιώθουν στους υπόλοιπους. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα παιδιά αισθάνονται συχνά ζήλια για τα θύματα που εκφοβίζουν, επειδή ίσως έχουν κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν και προσπαθούν να τους μειώσουν και να τους κάνουν δυστυχισμένους, με τη χρήση βίαιης συμπεριφοράς.

Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (bullying), είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε πολλές χώρες του κόσμου, με τα ποσοστά να έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος ορισμός για τον σχολικό εκφοβισμό, ωστόσο, συνοπτικά, πρόκειται για ένα φαινόμενο νεανικής παραβατικότητας, που περιλαμβάνει τη χρήση βίας, με στόχο να προκληθεί πόνος ή ψυχική αναστάτωση. Το φαινόμενο της εκφοβιστικής συμπεριφοράς έχει διάφορες μορφές. Σύμφωνα με τους Rivers and Smith (1994), υπάρχει ο άμεσος σωματικός, λεκτικός εκφοβισμός, ο οποίος μπορεί να πάρει και τη μορφή της σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά και o έμμεσος. Το Mental Health forall (2014) κάνει λόγο για το συναισθηματικό και το διαδικτυακό εκφοβισμό. Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά των θυτών και να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο προβαίνουν σε αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα παιδί στην υιοθέτηση βίαιων συμπεριφορών. Η εκδήλωση εκφοβιστικών συμπεριφορών είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα εμπειριών και ερεθισμάτων, στα οποία έχει εκτεθεί ένα παιδί κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής του πορείας. Τα παιδιά που εκφοβίζουν μπορεί να ήταν ή να είναι αποδέκτες βίαιων συμπεριφορών από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Σε οικογένειες που ασκείται ενδοοικογενειακή βία ή επικρατούν αντιλήψεις για «το δίκαιο του ισχυρότερου» ή «τη χρήση βίας ως μορφή λύσης στα προβλήματα», υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υιοθετήσουν τα παιδιά αντίστοιχες συμπεριφορές, καθώς πιστεύουν ότι μόνο έτσι θα μπορέσουν να υπερισχύσουν στους άλλους και ότι η χρήση βίας είναι κάτι φυσιολογικό, που χρησιμοποιείται παντού.

Σε κάποιες περιπτώσεις, τα παιδιά που γίνονται θύτες στο σχολείο, είναι  κατά βάθος αδύναμα και φοβισμένα και είναι και τα  ίδια αποδέκτες βίαιων συμπεριφορών στο σπίτι τους ή  είχαν εκφοβηθεί από συνομήλικους τους στο παρελθόν. Με το να μειώνουν και να τρομοκρατούν άλλα παιδιά, οι θύτες αισθάνονται ότι ανακτούν τις δυνάμεις τους, ότι έχουν τον έλεγχο των καταστάσεων. Επίσης, όταν ένα παιδί αισθάνεται παραμελημένο και αόρατο τόσο από το σπίτι του όσο και από το σχολείο του, τότε θα προβεί στη χρήση επιθετικής συμπεριφοράς για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Οι μαθητές που εκφοβίζουν αισθάνονται πολλές φορές δυστυχισμένοι και προσπαθούν να μεταφέρουν το έλλειμμα χαράς που νιώθουν στους υπόλοιπους. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα παιδιά αισθάνονται συχνά ζήλια για τα θύματα που εκφοβίζουν, επειδή ίσως έχουν κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν και προσπαθούν να τους μειώσουν και να τους κάνουν δυστυχισμένους, με τη χρήση βίαιης συμπεριφοράς.

Οι θύτες είναι συχνά  άτομα με μέτριες σχολικές επιδόσεις, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια, που μεγαλώνουν σε δυσμενές οικογενειακό περιβάλλον. Είναι άτομα οργισμένα, θυμωμένα, απογοητευμένα και φοβισμένα που δε μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, τους φόβους και τα άγχη τους, γι’αυτό τα διοχετεύον με βίαιο τρόπο στους υπόλοιπους. Είναι ένας λανθασμένος τρόπος έκφρασης και διοχέτευσης των συναισθημάτων που τους πνίγουν. Ίσως μάλιστα ο όρος θύτης να είναι λανθασμένος, επειδή αν μπορέσει να δει κανείς τί κρύβεται πίσω από αυτές τις συμπεριφορές και το προσωπείο των συγκεκριμένων ατόμων, θα συνειδητοποιήσει την απόγνωσή τους και την ανάγκη για αγάπη, φροντίδα και συχνά ψυχολογική υποστήριξη.

Οι γονείς των παιδιών που ασκούν εκφοβισμό θα πρέπει να αποδέχονται το πρόβλημα και να προσπαθούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αντιμετωπίσουν τις προσωπικές τους δυσκολίες. Θα πρέπει επίσης να τους διδάξουν την αποδοχή και το σεβασμό της διαφορετικότητας και ότι θα πρέπει να υπερασπίζονται τους πιο αδύναμους συμμαθητές τους. Επίσης, είναι σημαντικό να αποδέχονται οι γονείς ότι κάποιες φορές μπορεί οι ίδιοι να ευθύνονται για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των παιδιών τους και να προσπαθούν να εντοπίσουν το πρόβλημα και να το αντιμετωπίσουν, ή να συμβουλευτούν έναν οικογενειακό θεραπευτή.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα παιδιά που ασκούν εκφοβισμό είναι απλά παιδιά, που δεν έχουν την ωριμότητα να συνειδητοποιήσουν τη συμπεριφορά τους και που είναι πολύ μικρά για να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν μόνα τους τα προσωπικά τους προβλήματα. Δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με προκατάληψη, ούτε να στοχοποιούνται με την ετικέτα των θυτών και των «κακών παιδιών». Αντιθέτως, είναι σημαντικό να δείχνουμε ότι ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά, ότι καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο φέρονται έτσι και να προσπαθούμε να τα βοηθήσουμε να αλλάξουν το λανθασμένο τρόπο συμπεριφοράς τους.

Από Τσιάκου Χρύσα

Leave a Comment